- πεμπταῖοι
- πεμπταῖοςon the fifth daymasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεμπταίος — α, ο / πεμπταῑος, αία, ον, ΝΑ [πέμπτος] 1. αυτός που συμβαίνει κατά την πέμπτη ημέρα 2. αυτός που γίνεται κάθε πέμπτη ημέρα («πεμπταῑοι πυρετοί», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek